- μανέλα
- η1. μοχλός, στρόφαλος2. λοστός3. αναφορέας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. maniglia].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάφορον — ἀνάφορον, το (Α) αναφορέας, μανέλα … Dictionary of Greek
αναφορέας — ο (Α ἀναφορεύς) 1. ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο του άκρες στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλιώς μανέλα νεοελλ. αναβατήρας, εξωτερικό σιδερένιο σκαλοπάτι σε βαγόνι τραίνου ή αμάξι, μαρσπιέ… … Dictionary of Greek
ζυγάρι — το [ζυγός] το ανάφορον, ο αναφορέας, ξύλινος κοντός για τη μεταφορά βαρών που αναρτώνται στο μέσον του και που οι δύο άκρες του στηρίζονται στους ώμους δύο ατόμων, αλλ. μανέλα … Dictionary of Greek
σκυτάλη — Είδος μικρού ραβδιού, που τη χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα στην αρχαία Σπάρτη οι έφοροι για την αποστολή των μυστικών μηνυμάτων τους στο εξωτερικό, σε στρατηγούς, βασιλιάδες και άλλους επίσημους. Τύλιγαν μια στενή άσπρη δερμάτινη ταινία γύρω από ένα… … Dictionary of Greek
manelă — MANÉLĂ, manele, s.f. Piesă de lemn brut, cu lungime variind după întrebuinţări, folosită mai ales în construcţii. – Din it. manella. Trimis de claudia, 27.09.2003. Sursa: DEX 98 MANÉLĂ s. v. rangă. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime… … Dicționar Român